- θαρσώ
- (II)θαρσῶ, -έω (Α)θαρρώ*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Θαρσώ — (I) Θαρσώ, οῦς, ἡ (Α) [θάρσος] όνομα τής Αθηνάς … Dictionary of Greek
θαρσῶ — θαρσέω to be of good courage pres subj act 1st sg (attic epic doric) θαρσέω to be of good courage pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… … Dictionary of Greek
αναθαρρώ — ( έω) (Α ἀναθαρρῶ και θαρσώ) ξαναπαίρνω θάρρος, εμψυχώνομαι αρχ. δίνω θάρρος, ενθαρρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θαρρῶ, θαρσῶ. ΠΑΡ. αναθάρρηση( ις) αρχ. μσν. ἀνα θάρσησις] … Dictionary of Greek
επιθαρσώ — ἐπιθαρσῶ και ἐπιθαρρῶ, έω (AM) έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον αρχ. 1. παίρνω θάρρος να αντισταθώ 2. ριψοκινδυνεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θαρσώ < θάρσος «θάρρος»] … Dictionary of Greek
θάρσησις — θάρσησις, ήσεως, ή [θαρσώ] (Α) το να λαμβάνει κανείς θάρρος από κάτι, η πεποίθηση για κάποιο πράγμα («θάρσησις ταῑς ναυσί», Θουκ.) … Dictionary of Greek
θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… … Dictionary of Greek
καταθαρσώ — καταθαρσῶ, έω (AM, Α και αττ. τ. καταθαρρῶ) μσν. δίνω θάρρος αρχ. 1. έχω πεποίθηση, εμπιστοσύνη 2. κάνω κάποιον τολμηρό 3. φέρομαι τολμηρά και θαρραλέα εναντίον κάποιου 4. παθ. καταθαρσοῡμαι, έομαι (για έγγραφο) έχω βεβαίωση, κύρωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
προσθαρρώ — και προσθαρσῶ, έω, ΜΑ έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θαρρῶ / θαρσῶ (< θάρρος/ θάρσος)] … Dictionary of Greek
υπερθαρσώ — και αττ. τ. ὑπερθαρρῶ, έω, Α έχω υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θαρσῶ / θαρρῶ «έχω θάρρος, έχω εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι»] … Dictionary of Greek